φορτσέρι

φορτσέρι
το
(λ. ιταλ.), μεγάλο ξύλινο κιβώτιο για την τοποθέτηση σ' αυτό ρούχων, το μπαούλο, η κασέλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φορτσέρι — το, Ν (ιδιωμ. τ.) σεντούκι, μπαούλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forziere «σεντούκι»] …   Dictionary of Greek

  • κασέλα — η (λ. βενετ.), κιβώτιο επίμηκες και βαθύ για φύλαξη ρούχων, μπαούλο, φορτσέρι: Έχει μια κασέλα πουκάμισα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”